κληρονόμος, ο, η, ουσ. [<αρχ. κληρονόμος], ο κληρονόμος·
- καλούς κληρονόμους! ευχή σε νιόπαντρο ζευγάρι να αποκτήσουν γερά και μυαλωμένα παιδιά.